παλιμπαιδισμός

παλιμπαιδισμός
ο
το να συμπεριφέρεται ενήλικο άτομο σαν παιδί, ξαναμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλίμπαις, -αιδος + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λήρησις — λήρησις, ἡ (Α) [ληρώ] 1. λήρημα 2. φρ. «λήρησις τοῡ γήρατος» παλιμπαιδισμός, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”